-
1 аукционный
επ.της δημοπρασίας•аукционный зал αίθουσα δημοπρασίας.
-
2 участник
1. (тот, кто принимает участие в чём-л.) о συμμέτοχος(напр. организации) το μέλος2. (сообщник) ο συνένοχος, ο συνεργόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > участник
-
3 правило
ο κανόν/αςаукционные - а - ες δημοπρασίας/πλειστηριασμού- а безопасности - ες ασφαλείας, οι κανονισμοί ασφαλείαςтройное - мат. η μέθοδος των τριών- а уличного движения ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας (К.О.К.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правило
См. также в других словарях:
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
κατακυρωτής — ο υπάλληλος τού πλειστηριασμού αρμόδιος για την κατακύρωση τού αποτελέσματος τής δημοπρασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
προνόμιο — Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη… … Dictionary of Greek
κηρύκειος — ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος, ον) [κήρυξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν) το ραβδί τού κήρυκα 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια η αμοιβή τού κήρυκα κατά την παλαιά… … Dictionary of Greek